- ἐετῶς
- ἐετῶς,A easily, Hsch., Suid. [full] ἐεχμένη· συνεχομένη, Hsch. [full] ἐϝέρην, v. εἴρω. [full] ἔζελεν· ἔβαλεν, Id. (cf. ζέλλω). [full] ἔζινεν· ἐπεσβέννυεν, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.